- πρωίμαδι
- το скороспелый, ранний плод
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωιμάδι — το, Ν καρπός ή λαχανικό το οποίο παράχθηκε πριν από τη συνήθη εποχή, πρώιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρώιμος + κατάλ. άδι (πρβλ. ασπρ άδι, γλυκ άδι)] … Dictionary of Greek
πρωιμάδι — το ό,τι γίνεται νωρίς, πρόωρα (καρπός, λαχανικό, ζώο): Φέτος έχουμε αρκετά πρωιμάδια στο κοπάδι (δηλ. αρνιά ή κατσίκια πρώιμα γεννημένα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτολούβι — το, Ν καρπός που ωρίμασε πρώιμα, πρωϊμάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λουβί «μικρός λοβός»] … Dictionary of Greek